- ἁρμονικῶν
- ἁρμονικόςskilled in musicfem gen plἁρμονικόςskilled in musicmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἁρμονικῶν — Ἁρμονικός skilled in music fem gen pl Ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό … Dictionary of Greek
Adrastus of Aphrodisias — Adrastus (Gr. polytonic|Ἄδραστος) of Aphrodisias was a Peripatetic philosopher who lived in the second century AD. He was the author of a treatise on the arrangement of Aristotle s writings and his system of philosophy, quoted by Simplicius,… … Wikipedia
Перипатетики — так называются последователи аристотелевской философии. Школа П. просуществовала до самого исхода античной философии, т. е. около восьми столетий. Настоящим основателем перипатетической школы во внешнем значении этого слова следует признать… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αρμονιομετρία — η η μέτρηση των αρμονικών σχέσεων των ήχων … Dictionary of Greek
ατονικότητα — Είδος μουσικής γραφής που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αι. και ξεφεύγει τελείως από τα δυτικά μουσικά πλαίσια της κλασικής τονικότητας και της αρμονίας που είναι βασισμένη στη λεγόμενη τέλεια συγχορδία. Η αρχή της α. ανάγεται συνήθως στο… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… … Dictionary of Greek
μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… … Dictionary of Greek